Η πρώτη μου κριτική.

Θα ξεκινήσω το ταξίδι μου στον κόσμο της «κριτικής» με δύο βιβλία που αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου. Πρόκειται για τα βιβλία του κ. Δημήτρη Μπουραντά, όπου το πρώτο αναφέρεται αρχικά στην ιδιότητα του κύριου χαρακτήρα του βιβλίου που είναι καθηγητής. Μέσα από αυτήν την ιδιότητά του, ο συγγραφέας μιεί τον αναγνώστη στις γνώσεις της ηγεσίας και του marketing, δίνοντας με τρόπο απλό τις έννοιες αυτών των επιστημών. Για να το καταφέρει αυτό, φέρνει σε πρώτο πλάνο την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει ο κύριος ήρωας με μια φοιτήτρια, τον βάζει να την καθοδηγεί, να βρίσκεται πάντα στο πλευρό της και να την βοηθάει να ξεπεράσει την οποία δυσκολία και έτσι να εξελιχθεί. Πολλές φορές μάλιστα η σχέση αυτή φαίνεται να ακροβατεί ανάμεσα σε μια τυπική σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί, ανάμεσα σε έναν μέντορα και έναν μαθητευόμενο ή σε κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό που όμως μένει εκεί, σε κάτι πλατωνικό περισσότερο, καλύπτει βέβαια σαν πέπλο όλη την ιστορία του βιβλίου. Είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο μέσα από το οποίο μπορείς μεταξύ άλλων να μάθεις πράγματα, είναι ευχάριστο και εύκολο στην ανάγνωση χωρίς να κουράζει. Η ιστορία δε της φοιτήτριας και του καθηγητή, μάλλον δεν ενοχλεί ιδιαίτερα αφού ο συγγραφέας δεν την αφήνει να ευδοκιμήσει, όπως θα έκανε με κάποια άλλη σχέση ενδεχομένως καταλαβαίνοντας και ο ίδιος πως πρέπει να κρατήσει τα προσχήματα. Όμως όλο αυτό σε αφήνει με μια πίκρα, αφού ο καθηγητής δεν τόλμησε έστω να της πει αυτά που αισθάνεται.

Εννιά χρόνια μετά, ο συγγραφέας επιστρέφει με την συνέχεια του πρώτου βιβλίου, αποφασισμένος αυτήν την φορά μαζί με όλη την γνώση που θέλει να δώσει στην φοιτήτριά του και κατά συνέπεια και σε εμάς, να εκμηστηρευτεί όσα δεν τόλμησε να πει από την αρχή. Πιο θαραλλέος αυτήν την φορά, γράφοντας ποιήματα για να δώσει τα συναισθήματά του ατόφια. Κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να τα καταφέρει. Φαίνεται όμως ότι και η άλλη μεριά δεν ήταν απαθής σε όλο αυτό, κάτι ήξερε, κάτι είχε καταλάβει. Αρνούμενη όμως λόγω συγκυριών να αφήσει τα συναισθήματά της ελεύθερα, δεν θέλει να δει την αλήθεια. Έτσι επιλέγει να εξαφανιστεί από την ζωή του καθηγητή της, δεν παύει όμως να κρατάει όλα αυτά που της έμαθε σαν φυλαχτό και να κατακτά κάθε φορά και μια άλλη Ιθάκη. Καλογραμμένο κι αυτό το βιβλίο στο ίδιο μοτίβο με το πρώτο, δίνει στον αναγνώστη αρκετές γνώσεις πάνω σε γνωστές θεωρίες. Και ίσως η ιστορία έτσι που καταλήγει να ήταν η ιδανικότερη όλων. Εγώ, από αυτά τα δύο βιβλία κρατάω αυτό που γράφει σε ένα σημείο ο συγγραφέας, «Αν ονειρευτείς θα κάνεις κάτι κι αν κάνεις κάτι, θα ονειρευτείς ξανά».